φωτικός

φωτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «φωτική ζώνη»
ωκεαν. το επιφανειακό στρώμα τού ωκεανού το οποίο δέχεται το ηλιακό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photic (zone)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”